Το λιμάνι είναι από μόνο του ένας τόπος.
Eίναι τόπος μαγικός. Μαγικός και σχεδόν έρημος. Μαγικός, γιατί είναι έρημος. Μέρος για λίγους, για περίεργους. Είναι εκεί που μπορείς να νιώσεις λίγο από urban decay, αυτή τη συμπυκνωμένη αίσθηση αποσύνθεσης, που εμπεριέχει μια αποκρυφιστική γοητεία. Είναι το συστατικό που κάνει τέτοια μέρη μοναδικά, το ελιξίριο της ομορφιάς τους.
Το λιμάνι είναι από μόνο του ένας τόπος. Περνώντας από μέσα ένα κυριακάτικο μεσημέρι, μπορεί εύκολα να σε πείσει ότι υπάρχει χωρίς τους ανθρώπους.
Το λιμάνι τείνει προς ένα τοπίο "28 μέρες μετά" (28 Days Later), άδειο από δραστηριότητα, άδειο από πρόσωπα τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Αν και το δημιούργησε ο άνθρωπος, εντούτοις φαίνεται να απουσιάζει πλέον από αυτό. Σαν κάτι να συνέβει και ο ίδιος εξαφανίστηκε. Αυτή είναι κι η ομορφιά του.
Εσύ έρχεσαι να μπεις στο σκηνικό ως απλός παρατηρητής. Είσαι τόσο μικρός για την κλίμακά του, σχεδόν ασήμαντος. Ό,τι κι αν κάνεις, δε μπορείς να επηρεάσεις την εξέλιξη. Είναι σαν να μπαίνεις σε κινηματογραφική ταινία κολλημένος στην πολυθρόνα του θεατή. Μπορείς μόνο να (περι)πλανηθείς.
Και όλοι έχουμε ονειρευτεί κάποια στιγμή της ζωής μας να περπατάμε σε ένα χώρο άδειο, ένα χώρο που δεν ορίζεται (χωρικά) όπως η "καθημερινή πόλη" από κτίρια και δημόσιο χώρο, από το κενό και το πλήρες*, που συνήθως υπερτερεί. Εδώ το κενό είναι ο κανόνας. Έτσι ελαφριές και ανοιχτές κατασκευές, όπως οι γερανοί, μπορούν και αναπτύσσουν "συνδέσεις" μεταξύ τους. Εδώ ακόμα κι ένα σμήνος διερχόμενων πουλιών μπορεί να αποτελέσει αρχιτεκτονικό στοιχείο: μια ζωντανή ιπτάμενη κουρτίνα, έναν πτυσσόμενο βιο_τοίχο.
Εσύ, περιπλανώμενος, αν μη τι άλλο αισθάνεσαι ιδιαίτερος. Εξάλλου το λιμάνι είναι κλειστό για τους μη εργαζόμενους εκεί. Το σιλό στέκεται σα φύλακας για να σου το θυμίζει και αρά, αφού κατάφερες να περάσεις από κει, είσαι ένας απ' τους λίγους που γεύονται αυτό τον απαγορευμένο καρπό.
Το λιμάνι είναι ένα νησί μέσα (;) στην πόλη. Από τη μια κλείνεται από τη θάλασσα, από την άλλη το (απο)κλείνει η ίδια η πόλη.
Το λιμάνι συλλαμβανόμενο από έξω είναι τοπικό. Δίνει ταυτότητα στην πόλη. Είναι ένα μεγάλο τοπόσημο (landmark), το οποίο αποτελείται από άλλα μικρότερα επιμέρους τοπόσημα: ακίνητα (σιλό/ρολόι), εκτελούντα μικρές κινήσεις (γερανοί) και -σε βάθος χρόνου- κινούμενα τοπόσημα (πλοία). Συνήθως το προσεγγίζεις με μικρές ταχύτητες. Το αντικρίζεις από ένα χώρο κίνησης πεζών, την παραλία της πόλης. Έχεις χρόνο να το προσέξεις. Παρόλ'αυτά νομίζω ότι δεν το παρατηρείς. Είναι μάλλον αρκετά "μακρία".
Μόλις όμως μπεις μέσα, το λιμάνι μετατρέπεται σε α-τοπικό και σχεδόν α-χρονικό. Είναι από τα λίγα μέρη της πολής (μαζί με τα McDonald's) που τα έχουν βιώσει περισσότερο άνθρωποι ξένοι προς τον τόπο τούτο. Τα βιώματά τους όμως έχουν εγγραφεί στο χώρο. Κι έτσι ταξιδεύεις κι εσύ μαζί τους. Ακόμα κι αν αυτοί φαίνεται να έχουν εξαφανιστεί τώρα. Είναι λες και πέφτεις σε μια τρύπα του χωροχρόνου. Ίσως γι'αυτό το λόγο να το κρατάνε κλειστό, μην τυχόν και βρεις ευκαιρία να χαθείς, να (ξε)φύγεις. Όλα εκεί δείχνουν να έχουν σταματήσει. Κάπως. Κάποτε. Δεν ξέρεις. Παρόλ'αυτά τα σημάδια της ανθρώπινης δραστηριότητας υπάρχουν: το σιλό, οι γερανοί, τα οχήματα, τα μικρά αντικείμενα στο έδαφος, τα σκουπιδάκια. Αυτά σε συνδέουν με το (πρόσφατο και απώτερο) παρελθόν. Ένα παρελθόν που εσύ κατασκευάζεις στο νου σου, όμως με κάποιο τρόπο ξέρεις ότι έχει συμβεί στ'αλήθεια. Με τη ζωή που δεν υπάρχει πια, αλλά υπήρξε.
(συνεχίζεται....)
*από συζητήσεις με το Μ. Λεφαντζή για το κενό και το πλήρες